- επίσπαστος
- ἐπίσπαστος, -ον και -ός, -ή, -όν (Α) [επισπώ)αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.)2. θηλειά γερά τραβηγμένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισπαστά — ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc pl ἐπισπαστά̱ , ἐπισπαστός drawn upon oneself fem nom/voc/acc dual ἐπισπαστά̱ , ἐπισπαστός drawn upon oneself fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστῶν — ἐπισπαστός drawn upon oneself fem gen pl ἐπισπαστός drawn upon oneself masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστόν — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc sg ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπάστων — ἐπισπαστός drawn upon oneself fem gen pl ἐπισπαστός drawn upon oneself masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσπαστον — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc sg ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστούς — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσπαστα — ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισπαστικός — ή, ό (Α ἐπισπαστικός, ή, όν) [επίσπαστος] αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «επισπαστικά φάρμακα» αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα… … Dictionary of Greek